Η λέξη "valimiento" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [balimiento]
Η λέξη "valimiento" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διαδικασία κατά την οποία κάποιος παρέχει βοήθεια, στήριξη ή υποστήριξη σε κάποιον άλλο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα και δεν είναι ιδιαίτερα συχνή στην καθημερινή ομιλία. Ωστόσο, ενδέχεται να εμφανίζεται σε πιο επίσημες ή νομικές συζητήσεις.
El valimiento de un abogado es esencial en un juicio.
(Η υποστήριξη ενός δικηγόρου είναι απαραίτητη σε μια δίκη.)
Si tienes problemas, su valimiento siempre será bienvenido.
(Αν έχεις προβλήματα, η βοήθειά του πάντα θα είναι ευπρόσδεκτη.)
Η λέξη "valimiento" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πιο ειδικές φορές αν συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που σχετίζονται με την υποστήριξη ή την προστασία.
Es importante conocer el valimiento de la ley para defender nuestros derechos.
(Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την υποστήριξη του νόμου για να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά μας.)
Valimiento moral
(Ηθική υποστήριξη)
Η λέξη "valimiento" προέρχεται από το ρήμα "valer", που σημαίνει "να είναι αξίας" ή "να υποστηρίζει".
Συνώνυμα: - apoyo (υποστήριξη) - asistencia (βοήθεια)
Αντώνυμα: - desamparo (απροστασία) - abandono (παρά neglect)