Η λέξη "valla" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "valla" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈba.ʎa/
Η λέξη "valla" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - φράγμα - περίφραξη - φράχτης
Η λέξη "valla" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφερθεί σε μια δομή που περιορίζει ή προστατεύει έναν χώρο, όπως ένα φράγμα ή περίφραξη. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με αγροτικές ή οικοδομικές περιοχές, καθώς και σε αθλητικά περιβάλλοντα για τον καθορισμό των ορίων και της ασφάλειας. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και οι περιγραφές χώρων και αθλητικών εγκαταστάσεων συνήθως συμβαδίζουν περισσότερο με τη γραπτή μορφή.
El campo estaba rodeado por una valla.
(Το χωράφι ήταν περιφραγμένο με ένα φράγμα.)
Necesitamos una valla más alta para proteger el jardín.
(Χρειαζόμαστε μια πιο ψηλή περίφραξη για να προστατεύσουμε τον κήπο.)
Η λέξη "valla" εμφανίζεται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα των Ισπανών:
Estar en la valla.
(Να είσαι στο φράγμα.) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σε αδιέξοδο ή σε μια δύσκολη κατάσταση.
Tirar la valla.
(Να ρίξεις το φράγμα.) – Χρησιμοποιείται για να σημαίνει ότι κάποιος απελευθερώνει κάποιον από περιορισμούς ή συμβάσεις.
Poner vallas.
(Βάζω φράγματα.) – Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος θέτει περιορισμούς ή κανόνες σε μια κατάσταση.
Η λέξη "valla" προέρχεται από την λατινική λέξη "vallum", η οποία αναφερόταν σε ένα φράγμα ή έναν φράχτη και έχει διατηρηθεί στη σύγχρονη γλώσσα.
Συνώνυμα: - barrotes (κάγκελα) - cerca (περίφραξη) - límite (όριο)
Αντώνυμα: - apertura (άνοιγμα) - libertad (ελευθερία)
Η λέξη "valla" δεν χρησιμοποιείται μόνο σε καθημερινά κείμενα αλλά και σε αθλητικούς τομείς για να καθορίσει τα όρια εντός και εκτός ενός αγωνιστικού χώρου.