Η λέξη "valle" είναι ουσιαστικό.
/ˈba.ʎe/
Η λέξη "valle" αναφέρεται σε μια γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο λόφους ή βουνά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει περιοχές όπου τρέχουν ποτάμια ή υπάρχουν πολλοί φυσικοί πόροι. Είναι μια κοινή λέξη που χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με παρόμοια συχνότητα σε δόσεις και τους δύο τομείς. Οι γεωγραφικές αναφορές είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Παράδειγμα προτάσεων:
- La carretera atraviesa el valle hermoso.
(Ο δρόμος διασχίζει την όμορφη κοιλάδα.)
Στα ισπανικά, η λέξη "valle" εμφανίζεται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Valle de lágrimas"
(Κοιλάδα δακρύων) - αναφέρεται σε μια κατάσταση θλίψης ή δυστυχίας.
Είναι un momento difícil, como un valle de lágrimas.
(Είναι μια δύσκολη στιγμή, όπως μια κοιλάδα δακρύων.)
"Cada valle tiene su altura"
(Κάθε κοιλάδα έχει την ψηλότητά της) - σημαίνει ότι κάθε κατάσταση έχει τις καλές και τις κακές πλευρές της.
En la vida, cada valle tiene su altura.
(Στη ζωή, κάθε κοιλάδα έχει την ψηλότητά της.)
"Vivir en un valle de tranquilidad"
(Να ζεις σε μια κοιλάδα ηρεμίας) - αναφέρεται σε μια κατάσταση ζωής με εσωτερική γαλήνη.
Es un sueño vivir en un valle de tranquilidad.
(Είναι ένα όνειρο να ζεις σε μια κοιλάδα ηρεμίας.)
Η λέξη "valle" προέρχεται από το Λατινικό "vallis", που σημαίνει "κοιλάδα" ή "πεδίο".
Συνώνυμα:
- Cuenca (κοιλότητα)
- Hondonada (βαθούλωμα)
Αντώνυμα:
- Meseta (υψίπεδο)
- Altiplano (υψόμετρο)