valor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

valor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "valor" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈbalor/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "valor" έχει πολλές σημασίες στην ισπανική γλώσσα, κυρίως χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην αξία ή το θάρρος.

Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γραπτή και προφορική γλώσσα. Είναι ένα κοινό λήμμα στην ισπανική και συμβαδίζει με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El valor de la propiedad ha aumentado significativamente.
  2. Η αξία της ιδιοκτησίας έχει αυξηθεί σημαντικά.

  3. Necesitamos evaluar el valor de este proyecto antes de decidir.

  4. Πρέπει να αξιολογήσουμε την αξία αυτού του έργου πριν αποφασίσουμε.

  5. Su valor en el equipo es incuestionable.

  6. Η αξία του στην ομάδα είναι αδιαμφισβήτητη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "valor" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Dar valor a algo: σημαίνει να δίνεις σημασία σε κάτι.
  2. Debemos dar valor a nuestras tradiciones.
  3. Πρέπει να δίνουμε σημασία στις παραδόσεις μας.

  4. No tener valor: σημαίνει να μην έχεις θάρρος.

  5. No tuve valor para hablar en público.
  6. Δεν είχα θάρρος να μιλήσω δημόσια.

  7. Valor de mercado: αναφέρεται στην τρέχουσα αξία μιας εταιρείας ή ενός περιουσιακού στοιχείου στην αγορά.

  8. El valor de mercado de la empresa ha fluctuado.
  9. Η αξία της εταιρείας στην αγορά έχει κυμανθεί.

  10. Valorar algo en su verdadero valor: σημαίνει να εκτιμάς κάτι στην πραγματική του αξία.

  11. Es importante valorar los bienes en su verdadero valor.
  12. Είναι σημαντικό να εκτιμούμε τα αγαθά στην πραγματική τους αξία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "valor" προέρχεται από το λατινικό "valorem", που σημαίνει "αξία" ή "δύναμη".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - valor económico (οικονομική αξία) - importancia (σημασία) - coraje (θάρρος)

Αντώνυμα: - desvalor (χωρίς αξία) - cobardía (δειλία)



22-07-2024