Η λέξη "valor" είναι ουσιαστικό.
/ˈbalor/
Η λέξη "valor" έχει πολλές σημασίες στην ισπανική γλώσσα, κυρίως χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην αξία ή το θάρρος.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στη γραπτή και προφορική γλώσσα. Είναι ένα κοινό λήμμα στην ισπανική και συμβαδίζει με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Η αξία της ιδιοκτησίας έχει αυξηθεί σημαντικά.
Necesitamos evaluar el valor de este proyecto antes de decidir.
Πρέπει να αξιολογήσουμε την αξία αυτού του έργου πριν αποφασίσουμε.
Su valor en el equipo es incuestionable.
Η λέξη "valor" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Πρέπει να δίνουμε σημασία στις παραδόσεις μας.
No tener valor: σημαίνει να μην έχεις θάρρος.
Δεν είχα θάρρος να μιλήσω δημόσια.
Valor de mercado: αναφέρεται στην τρέχουσα αξία μιας εταιρείας ή ενός περιουσιακού στοιχείου στην αγορά.
Η αξία της εταιρείας στην αγορά έχει κυμανθεί.
Valorar algo en su verdadero valor: σημαίνει να εκτιμάς κάτι στην πραγματική του αξία.
Η λέξη "valor" προέρχεται από το λατινικό "valorem", που σημαίνει "αξία" ή "δύναμη".
Συνώνυμα: - valor económico (οικονομική αξία) - importancia (σημασία) - coraje (θάρρος)
Αντώνυμα: - desvalor (χωρίς αξία) - cobardía (δειλία)