Μέρος του λόγου: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: baˈlor preˈβisto
Χρήση στα Ισπανικά: Η φράση "valor previsto" σημαίνει "προβλεπόμενη αξία" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο γραπτό παρά στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τεχνικά θέματα.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El proyecto terminó con un valor previsto mucho más alto de lo esperado. (Το έργο ολοκληρώθηκε με προβλεπόμενη αξία πολύ υψηλότερη από το αναμενόμενο.) 2. El valor previsto del mercado inmobiliario ha caído en los últimos meses. (Η προβλεπόμενη αξία της αγοράς ακινήτων έχει πέσει τους τελευταίους μήνες.)
Ετυμολογία: Η λέξη "previsto" προέρχεται από το ρήμα "prever" που σημαίνει "προβλέπω", ενώ η λέξη "valor" σημαίνει "αξία".
Συνώνυμα: estimado, ponderado
Αντώνυμα: imprevisto, inesperado