Το "valorar" είναι ρήμα.
/baˈloɾaɾ/
Η λέξη "valorar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να αναφερθεί στη διαδικασία εκτίμησης ή αξιολόγησης της αξίας ή της σημασίας κάποιου πράγματος. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στο οικονομικό, νομικό και γενικό πλαίσιο. Αξιολογείται ότι χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και συναντάται και σε γραπτό κείμενο.
Es importante valorar las opiniones de los demás.
(Είναι σημαντικό να εκτιμούμε τις απόψεις των άλλων.)
Los inversores deben valorar los riesgos antes de invertir.
(Οι επενδυτές πρέπει να αξιολογήσουν τους κινδύνους προτού επενδύσουν.)
El profesor va a valorar nuestro trabajo.
(Ο καθηγητής θα αξιολογήσει τη δουλειά μας.)
Η λέξη "valorar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Valorar el esfuerzo ajeno.
(Να εκτιμάς την προσπάθεια των άλλων.)
Αυτή η φράση αναφέρεται στην ικανότητα να εκτιμούμε τις προσπάθειες και τους κόπους των γύρω μας.
Es necesario valorar adecuadamente la situación.
(Είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί κατάλληλα η κατάσταση.)
Εδώ, η φράση τονίζει τη σημασία μιας σωστής εκτίμησης των δεδομένων πριν από τη λήψη αποφάσεων.
Valorar la vida es fundamental.
(Η εκτίμηση της ζωής είναι θεμελιώδης.)
Αυτή η φράση υποδηλώνει την ανάγκη να αναγνωρίζουμε την αξία της ζωής μας και των άλλων.
Η λέξη "valorar" προέρχεται από το λατινικό "valorem" που σημαίνει "αξία" και παράγεται από το ρήμα "valere" που σημαίνει "είμαι δυνατός" ή "έχω αξία".
Συνώνυμα: - estimar - apreciar - juzgar
Αντώνυμα: - despreciar - minimizar - subestimar