Το "vanidoso" είναι επίθετο.
/βaniˈðoso/
Ο όρος "vanidoso" περιγράφει ένα άτομο που έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση ή υπερηφάνεια για τις ικανότητες, την εμφάνιση ή τις επιτυχίες του. Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να χαρακτηρίσει έναν άνθρωπο που είναι προσηλωμένος στη δική του εικόνα και ενδέχεται να είναι επιδεικτικός σχετικά με αυτή. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα προφορικά και γραπτά κείμενα, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες.
(Αυτός ο άντρας είναι πολύ εγωιστής, πάντα μιλάει για τα επιτεύγματά του.)
No seas tan vanidoso, a veces es mejor escuchar a los demás.
(Μην είσαι τόσο ματαιόδοξος, μερικές φορές είναι καλύτερο να ακούς τους άλλους.)
Su vanidoso comportamiento lo aleja de sus amigos.
Ο όρος "vanidoso" μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις.
(Εγωιστής άντρας, μοναχικός άντρας.)
La vanidad es el peor consejero.
(Η ματαιοδοξία είναι ο χειρότερος σύμβουλος.)
Ser vanidoso te puede llevar a perder amigos.
(Να είσαι ματαιόδοξος μπορεί να σε οδηγήσει σε απώλεια φίλων.)
Las redes sociales alimentan la vanidad.
(Τα κοινωνικά δίκτυα τροφοδοτούν τη ματαιοδοξία.)
El vanidoso nunca tiene suficiente.
Η λέξη "vanidoso" προέρχεται από το ισπανικό "vanidad", που σημαίνει "ματαιοδοξία", και το λατινικό "vanitas", που αναφέρεται στην κενότητα ή την ματαιότητα.
Συνώνυμα: - orgulloso (υπερήφανος) - presumido (υπερόπτης)
Αντώνυμα: - humilde (ταπεινός) - modesto (σεμνός)