vano - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vano (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Λεξιλόγιο

Μέρος του λόγου: Επίθετο

Φωνητική απόδοση στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /ˈbano/

Σημασίες: 1. Ανωφελής, άκαρδα διάκριτος, χωρίς αποτελέσματα. 2. Υπερβολικά φιλόδοξος, υπερβολικά επιδεικτικός.

Συχνότητα Χρήσης: Το "vano" χρησιμοποιείται στα ισπανικά, αλλά δεν είναι και το πιο συχνό λεξιλόγιο. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό είτε στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματα: 1. Mi intento por convencerlo resultó vano. (Η προσπάθειά μου να τον πείσω ήταν μάταιη.) 2. Ese proyecto resultó ser vano, no logró su objetivo. (Αυτό το έργο αποδείχτηκε μάταιο, δεν κατάφερε το στόχο του.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "vano" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι: 1. "En vano": χωρίς αποτέλεσμα, μάταια. - Παράδειγμα: Trabajó durante horas en vano. (Έδουλε για ώρες μάταια.) 2. "Luchar en vano": να προσπαθεί κάποιος χωρίς να επιτυγχάνει κάτι. - Παράδειγμα: Está luchando en vano contra el sistema. (Παλεύει μάταια ενάντια στο σύστημα.)

Ετυμολογία

Η λέξη "vano" προέρχεται από τα λατινικά "vanus", που σημαίνει άδειος, κενός.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: ανωφελής, άκαρδα διάκριτος, άνευ αποτελέσματος Αντώνυμα: αποτελεσματικός, χρήσιμος, επιτυχημένος