Η λέξη "vapor" στα Ισπανικά αναφέρεται σε μια κατάσταση ύλης, όπου οι φυσικοί παράγοντες επιτρέπουν σε ένα υγρό να μετατραπεί σε αέριο (ατμό). Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά, και ιατρικά συμφραζόμενα, αλλά επίσης συναντάται σε γενικές συνομιλίες σχετικά με την ατμόσφαιρα ή την αεροδυναμική. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετή, και χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κατανοητή στον προφορικό λόγο.
Ο ατμός που βγαίνει από την κατσαρόλα είναι πολύ ζεστός.
Se utiliza vapor para cocinar al vapor los vegetales.
Η λέξη "vapor" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Πηγαίνω γρήγορα, σαν τον ατμό.
Estar en vapor.
Να είμαι σε κατάσταση αβεβαιότητας.
Hacer vapor.
Κάνω αέρα.
Aguantar el vapor.
Η λέξη "vapor" προέρχεται από το λατινικό "vapor", που σημαίνει "ατμός" ή "εύθραυστο αέριο". Η χρήση της έχει εξελιχθεί σε διάφορες γλώσσες με παρόμοιο νόημα.
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια της λέξης "vapor" μέσα στα πλαίσια που ζητήθηκαν.