"Vaporoso" είναι επίθετο.
/fapōˈɾoso/
Η λέξη "vaporoso" αναφέρεται σε κάτι που έχει σχέση με τον ατμό ή είναι ατμώδες. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι το οποίο έχει έναν ελαφρύ, θολό ή ανεπαίσθητο χαρακτήρα. Η συχνότητα χρήσης της είναι ίση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, αν και μπορεί να είναι πιο συχνά σε περιγραφές ή λογοτεχνικά κείμενα.
Παραδείγματα προτάσεων:
- El aire en la montaña es vaporoso y fresco.
(Ο αέρας στο βουνό είναι ατμώδης και φρέσκος.)
Η λέξη "vaporoso" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε περιπτωσιολογικές αναφορές ή ποιητικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που μπορεί να σχετίζονται με το πνεύμα της λέξης:
“En un mundo vaporoso, los sueños se disipan fácilmente.”
(Σε έναν ατμώδη κόσμο, τα όνειρα διαλύονται εύκολα.)
“Sus pensamientos eran vaporosos, como nubes en el cielo.”
(Οι σκέψεις του ήταν ατμώδεις, σαν σύννεφα στον ουρανό.)
“Caminando por la niebla vaporosa, sentía que el tiempo se detenía.”
(Περπατώντας στη θολή ομίχλη, ένιωθα ότι ο χρόνος σταματούσε.)
Η λέξη "vaporoso" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vaporosus", που σημαίνει "γεμάτος ατμό" ή "ομιχλώδης".
Συνώνυμα: - Aéreo - Nebuloso - Brumoso
Αντώνυμα: - Claro - Definido - Nítido