Το "varado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "varado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /baˈɾaðo/.
Η λέξη "varado" χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που έχει εγκλωβιστεί ή ακινητοποιηθεί, συχνά σε σχέση με πλοία ή οχήματα που έχουν κολλήσει ή έχουν ξεμείνει. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε στο γραπτό πλαίσιο, αν και περισσότερο συχνά συναντάται σε γραπτές αναφορές, ειδικά σε νομικά έγγραφα ή αναφορές που αφορούν την κίνηση.
El barco quedó varado en la arena.
(Το πλοίο έμεινε εγκλωβισμένο στην άμμο.)
Los turistas estaban varados en la isla durante una semana.
(Οι τουρίστες ήταν εγκλωβισμένοι στο νησί για μια εβδομάδα.)
El coche se varó en medio de la carretera.
(Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε στη μέση του δρόμου.)
Η λέξη "varado" συνδέεται με ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κατάσταση της ακινησίας ή του αποκλεισμού.
Estar varado en el tiempo.
(Να είναι κάποιος εγκλωβισμένος στον χρόνο.)
⟹ Αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάποιος δεν εξελίσσεται ή δεν προχωρά στη ζωή του.
Sentirse varado.
(Να αισθάνεται κάποιος εγκλωβισμένος.)
⟹ Αυτή η φράση χρησιμοποιείται όταν κάποιος νιώθει ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση χωρίς διέξοδο.
Permanecer varado en un dilema.
(Να παραμένει κάποιος εγκλωβισμένος σε ένα δίλημμα.)
⟹ Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να πάρει μια απόφαση.
Η λέξη "varado" προέρχεται από το ρήμα "varar", το οποίο σημαίνει "να βάζω στην αμμουδιά" ή "να ακινητοποιώ (ένα πλοίο)". Το "varado" είναι το παθητικό συμμετοχή αυτού του ρήματος.
Συνώνυμα: - Atrapado (απαχθείς) - Estancado (καθυστέρηση)
Αντώνυμα: - Libre (ελεύθερος) - Solventado (λυμένος)