Η λέξη "varapalo" είναι ουσιαστικό.
/βɑɾɑˈpɑlo/
Η λέξη "varapalo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια έντονη αποτυχία ή αρνητική κατάσταση, συχνά σχετική με συναισθηματικούς και ψυχολογικούς κραδασμούς. Χρησιμοποιείται ευρέως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα. Ειδικότερα, χρησιμοποιείται για να εκφράσει τα αποτελέσματα μιας αποτυχίας, είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε επαγγελματικό.
Ο αντίκτυπος της είδησης ήταν καταστροφικός για την ομάδα.
Después de perder el partido, él sintió un varapalo emocional.
Αυτή η έκφραση σημαίνει να υποστείς μια μεγάλη αποτυχία ή οδυνηρή πτώση.
Darle un varapalo a alguien.
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κοινές ή σοβαρές προειδοποιήσεις ή απογοητεύσεις.
Un varapalo de la vida.
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε σοβαρές δυσκολίες που προέρχονται από τις συνθήκες της ζωής.
Sufrir un varapalo.
Η λέξη "varapalo" προέρχεται από το "vara" (ραβδί) και το καταλήγων "-palo," το οποίο σημαίνει ένα χτύπημα ή έναν αντίκτυπο. Σημασιολογικά έχει εξελιχθεί για να περιγράψει όχι μόνο φυσικά αλλά και ψυχολογικά χτυπήματα.
Συνώνυμα: - Desgracia (ατυχία) - Golpe (χτύπημα)
Αντώνυμα: - Éxito (επιτυχία) - Triunfo (θρίαμβος)