Το "varar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "varar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /βαˈɾαɾ/.
Το "varar" χρησιμοποιείται κυρίως στο ναυτικό πλαίσιο και σημαίνει να οδηγήσει ένα πλοίο σε ξηρά ή να σταματήσει την πορεία του. Στη γενική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με μεταφορική έννοια, όπως να επισημάνει κάποια κατάσταση που "παραμένει" ή "τυπώνεται".
Η συχνότητα χρήσης του "varar" είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικά ή ναυτικά κείμενα.
El barco va a varar en la playa.
Το πλοίο θα ναυαγήσει στην παραλία.
Tuvieron que varar el yate para evitar un naufragio.
Αναγκάστηκαν να αγκιστρώνουν το γιοτ για να αποτρέψουν μια ναυαγία.
La tormenta hizo que el barco varara en la costa.
Η καταιγίδα έκανε το πλοίο να αγκιστρωθεί στην ακτή.
Το "varar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετικές με την κατάσταση των πλοίων ή με μεταφορικές έννοιες:
Él varó en el intento de escalar la montaña.
Αυτός αποτυγχάνει στην προσπάθεια να αναρριχηθεί στο βουνό.
Estar varado
Να είσαι μπλοκαρισμένος/σταματημένος.
Estoy varado en el tráfico y no puedo llegar.
Είμαι μπλοκαρισμένος στην κίνηση και δεν μπορώ να φτάσω.
Vararse en una situación
Να βρεθείς σε δύσκολη θέση.
Η προέλευση του "varar" είναι άμεση από την Αραγωνική λέξη "varar", που αναφέρεται στην πράξη του να φέρνεις ένα πλοίο στη ξηρά.
Συνώνυμα: - Agregar - Jardinera
Αντώνυμα: - Lanzar - Navegar
Αυτή είναι η ανάλυση του ρήματος "varar".