Varga είναι ουσιαστικό.
[ˈbaɾɣa]
Η λέξη "varga" χρησιμοποιείται σε αρχαία ή ποιητική Ισπανικά για να αναφερθεί σε μέρη ή θέσεις. Είναι ένας όρος που δεν χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, και η χρήση του περιορίζεται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως ιστορικά ή λογοτεχνικά έργα, αντί στον προφορικό λόγο.
El varga de la ciudad era conocido por su belleza.
(Η στοά της πόλης ήταν γνωστή για την ομορφιά της.)
En el varga antiguo se reunían los poetas.
(Στη στοά την αρχαία συγκεντρώνονταν οι ποιητές.)
Η λέξη "varga" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στη σύγχρονη Ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ποιητικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα που ανταγωνίζονται με την αρχαία κουλτούρα.
Η λέξη "varga" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "varga", η οποία αναφέρεται σε ένα μέρος ή έναν τόπο. Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με έννοιες που σχετίζονται με χώρους και περιοχές.
Συνώνυμα:
- Στοά (enclavado)
- Τόπος (lugar)
Αντώνυμα:
- Άνοιγμα (abierto)
- Πρόσωπο (frente)
Η συνολική χρήση της λέξης "varga" περιορίζεται στην αρχαία και λογοτεχνική γλώσσα και γι' αυτό προτιμάται να αναζητηθούν περισσότερες πληροφορίες σε γραπτές πηγές παρά σε συνομιλίες της σύγχρονης γλώσσας.