variable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

variable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Variable: ουσιαστικό και επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [βɛˈɾaβle] (ανάλογα με την ισπανική προφορά).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη variable χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που μπορεί να αλλάξει ή να μεταβληθεί. Στη γραφή και στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις αναλλοίωτες ποιότητες ή χαρακτηριστικά σε διάφορους τομείς, όπως τα μαθηματικά, την οικονομία, τη ιατρική, κ.λπ.

Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο λόγω της τεχνικής φύσης της.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La temperatura es una variable importante en el experimento.
  2. Η θερμοκρασία είναι μια σημαντική μεταβλητή στο πείραμα.

  3. Los economistas estudian la variable inflación para prever crisis.

  4. Οι οικονομολόγοι μελετούν τη μεταβλητή πληθωρισμός για να προβλέψουν κρίσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη variable χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. Todo es variable en la vida.
  2. Τα πάντα είναι μεταβλητά στη ζωή.

  3. La economía es un sistema variable.

  4. Η οικονομία είναι ένα μεταβλητό σύστημα.

  5. Los resultados son variables dependiendo de las condiciones.

  6. Τα αποτελέσματα είναι μεταβλητά ανάλογα με τις συνθήκες.

  7. En la ciencia, la variable independiente afecta la dependiente.

  8. Στην επιστήμη, η ανεξάρτητη μεταβλητή επηρεάζει την εξαρτημένη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη variable προέρχεται από το λατινικό "variabilis", που σημαίνει "αυτή που μπορεί να μεταβληθεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024