Variable: ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [βɛˈɾaβle] (ανάλογα με την ισπανική προφορά).
Η λέξη variable χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που μπορεί να αλλάξει ή να μεταβληθεί. Στη γραφή και στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις αναλλοίωτες ποιότητες ή χαρακτηριστικά σε διάφορους τομείς, όπως τα μαθηματικά, την οικονομία, τη ιατρική, κ.λπ.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, αλλά είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο λόγω της τεχνικής φύσης της.
Η θερμοκρασία είναι μια σημαντική μεταβλητή στο πείραμα.
Los economistas estudian la variable inflación para prever crisis.
Η λέξη variable χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Τα πάντα είναι μεταβλητά στη ζωή.
La economía es un sistema variable.
Η οικονομία είναι ένα μεταβλητό σύστημα.
Los resultados son variables dependiendo de las condiciones.
Τα αποτελέσματα είναι μεταβλητά ανάλογα με τις συνθήκες.
En la ciencia, la variable independiente afecta la dependiente.
Η λέξη variable προέρχεται από το λατινικό "variabilis", που σημαίνει "αυτή που μπορεί να μεταβληθεί".
Inestable (ασταθής)
Αντώνυμα: