Η λέξη "variables" είναι ουσιαστικό του πληθυντικού αριθμού.
Фωνητική μεταγραφή: [βɛɾ̞izəβ̞les]
Στη γλώσσα Ισπανικά, "variables" (μεταβλητές) αναφέρονται σε στοιχεία που μπορούν να αλλάξουν ή να ποικίλλουν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή σύστημα. Συνήθως χρησιμοποιείται στους τομείς των μαθηματικών, της στατιστικής, της επιστήμης των υπολογιστών και της μηχανικής. Στην υπολογιστική επιστήμη, για παράδειγμα, οι μεταβλητές είναι θεμελιώδη στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση δεδομένων.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε βιβλία και επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Οι μεταβλητές σε αυτό το πείραμα είναι πολύ σημαντικές.
Debemos considerar las variables al tomar una decisión.
Πρέπει να λάβουμε υπόψη τις μεταβλητές κατά την λήψη μιας απόφασης.
Las variables pueden influir en el resultado del estudio.
Η λέξη "variables" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την επιστήμη ή τη ζωή γενικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Δεν είναι όλες οι μεταβλητές υπό τον έλεγχό μας.
Es importante ajustar las variables para mejorar los resultados.
Είναι σημαντικό να προσαρμόσουμε τις μεταβλητές για να βελτιώσουμε τα αποτελέσματα.
Las variables en un sistema complejo pueden ser impredecibles.
Οι μεταβλητές σε ένα πολύπλοκο σύστημα μπορούν να είναι απρόβλεπτες.
Cada una de las variables debe ser analizada por separado.
Η λέξη "variable" προέρχεται από το λατινικό "variabilis", που σημαίνει "αλλαγή". Η χρήση της στα μαθηματικά και στις επιστήμες ξεκίνησε τον 17ο αιώνα.
Συνώνυμα: - factores (παράγοντες) - elementos (στοιχεία)
Αντώνυμα: - constantes (σταθερές)
Αυτή είναι η ανάλυση της λέξης "variables" στην Ισπανική γλώσσα.