Το "variar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [βaˈɾi.aɾ]
Η λέξη "variar" σημαίνει να αλλάζει ή να γίνεται ποικιλόμορφος σε κάποιον τομέα. Χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφερθεί σε αλλαγές που μπορούν να γίνουν σε στοιχεία, όπως αριθμούς, χρώματα, σχέδια ή ακόμα και συναισθήματα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, είναι μια σχετικά συχνή λέξη, χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Es importante variar nuestra dieta para mantener una buena salud.
(Είναι σημαντικό να ποικίλλουμε τη διατροφή μας για να διατηρήσουμε καλή υγεία.)
Cuando se viaja, se debe variar el itinerario para conocer diferentes lugares.
(Όταν ταξιδεύει κανείς, πρέπει να αλλάζει την διαδρομή για να γνωρίζει διαφορετικά μέρη.)
Η λέξη "variar" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
"Varía de acuerdo a las circunstancias."
(Ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις.)
"Es bueno variar los hábitos."
(Είναι καλό να αλλάζουν οι συνήθειες.)
"Los resultados pueden variar considerablemente."
(Τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά.)
"Hay que variar el enfoque del problema."
(Πρέπει να αλλάξει η προσέγγιση του προβλήματος.)
Η λέξη "variar" προέρχεται από το λατινικό "variāre", που σημαίνει "να αλλάζει", και σχετίζεται με την ιδέα της ποικιλίας.
Συνώνυμα: - Diferenciar - Modificar - Transformar
Αντώνυμα: - Estabilizar - Mantener - Uniformizar