varicela: ουσιαστικό θηλυκού γένους.
IPA: /baɾiˈθela/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας) ή /baɾiˈsela/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη varicela αναφέρεται στη νόσο της ανεμοβλογιάς, η οποία προκαλείται από τον ιό varicella-zoster. Στη γλώσσα των Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής, όταν γίνεται αναφορά σε παιδικές ασθένειες ή εμβολιασμούς. Η χρήση της είναι πολύ συχνή, και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα και συζητήσεις.
Τα παιδιά μπορούν να προσβληθούν από ανεμοβλογιά κατά την παιδική ηλικία.
Es importante vacunar a los niños contra la varicela.
Είναι σημαντικό να εμβολιάζουμε τα παιδιά κατά της ανεμοβλογιάς.
La varicela es más común en niños que en adultos.
Η λέξη varicela δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις συζητήσεων σχετικά με την υγεία των παιδιών ή τις εμβολιαστικές πρακτικές.
Παράδειγμα προτάσεων με σχετική χρήση σε ιατρικό πλαίσιο: - "El doctor recomienda que todos los niños reciban la vacuna contra la varicela antes de cumplir cinco años." - "Ο γιατρός συνιστά να εμβολιαστούν όλα τα παιδιά κατά της ανεμοβλογιάς πριν κλείσουν τα πέντε χρόνια."
Η λέξη varicela προέρχεται από τη λατινική λέξη "variola", που σημαίνει "σπυρί" ή "πληγή", καθώς και "varius", που αναφέρεται σε διαφορετικές αποχρώσεις, κυρίως λόγω των χαρακτηριστικών εξανθημάτων που προκαλεί η ασθένεια.
Συνώνυμα: ανεμοβλογιά. Αντώνυμα: δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα για ιατρικούς όρους όπως η varicela, καθώς πρόκειται για μια συγκεκριμένη ασθένεια.