Η λέξη "varilla" αναφέρεται σε μια λεπτή ράβδο ή βέργα, συχνά κατασκευασμένη από μέταλλο ή άλλο υλικό. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η κατασκευή, η μηχανική και η γεωργία. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στον γραπτό, με μεγαλύτερη συχνότητα σε τεχνικά ή κατασκευαστικά πλαίσια.
Παραδείγματα προτάσεων
La varilla de metal se usa para reforzar la estructura.
Η βέργα από μέταλλο χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τη δομή.
Necesitamos comprar varillas para la construcción del puente.
Χρειαζόμαστε να αγοράσουμε ράβδους για την κατασκευή της γέφυρας.
La varilla de hierro es muy resistente.
Η σιδερένια βέργα είναι πολύ ανθεκτική.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "varilla" δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που αναφέρονται σε κατασκευαστικά ή τεχνικά συμφραζόμενα.
Ιδιωματικές προτάσεις
Con una varilla en la mano, el ingeniero realizó las mediciones.
Με μια βέργα στο χέρι, ο μηχανικός έκανε τις μετρήσεις.
Teje con varillas para crear estructuras sorprendentes.
Πλέξε με ράβδους για να δημιουργήσεις εκπληκτικές κατασκευές.
La varilla flexible permite hacer formas variadas.
Η ευέλικτη βέργα επιτρέπει να κάνουμε ποικιλόμορφες μορφές.
Usamos varillas para alinear los bloques de cemento.
Χρησιμοποιούμε ράβδους για να ευθυγραμμίσουν τα τσιμεντένια μπλοκ.
Ετυμολογία
Η λέξη "varilla" προέρχεται από το λατινικό "variola", το οποίο αναφέρεται σε μια μικρή ή λεπτή ράβδο.
Συνώνυμα και Αντώνυμα
Συνώνυμα
Varón
Rabo
Pata
Αντώνυμα
Cuerpo (σώμα)
Bloque (μπλοκ)
Sólido (στερεό)
Η λέξη "varilla" έχει ποικιλία χρήσεων και είναι κοινή σε πολλούς τομείς, αποδεικνύοντας τη σημασία της στη γλώσσα ισπανικά.