Η λέξη "varonil" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "varonil" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /baɾoˈnil/.
Η λέξη "varonil" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - ανδρικός - αρρενωπός
Η λέξη "varonil" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με το ανδρικό φύλο ή που έχει χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε άνδρες. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια έντονη παρουσία στη λογοτεχνία, τη μόδα και την ανάλυση φύλου.
Το κοστούμι έχει πολύ ανδρική γραμμή.
Su comportamiento es muy varonil y decidido.
Η συμπεριφορά του είναι πολύ ανδρική και αποφασιστική.
Le gusta vestir de manera varonil, prefiriendo los colores oscuros.
Η λέξη "varonil" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά δεν είναι τόσο συχνά ως μέρος αυτών. Παρ' όλα αυτά, ακολουθούν μερικές σχετικές προτάσεις:
Η επίδειξη ανδρικής στάσης είναι θεμελιώδης στην καριέρα του.
A menudo, se asocia la fuerza con lo varonil.
Συχνά, η δύναμη συνδέεται με το ανδρικό φύλο.
El comportamiento varonil es un tema de debate en la sociedad moderna.
Η ανδρική συμπεριφορά είναι θέμα συζήτησης στην σύγχρονη κοινωνία.
Se espera que los hombres tengan un rol varonil en la familia.
Η λέξη "varonil" προέρχεται από το ισπανικό "varón", το οποίο σημαίνει "άνδρας". Αυτή η ρίζα συνδέεται με τη λατινική λέξη "vir", που σημαίνει επίσης "άνδρας" και φέρει την έννοια της αρρενωπότητας.