Λέξη: vasco
Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: [ˈβασко]
Η λέξη "vasco" αναφέρεται συνήθως σε οτιδήποτε σχετίζεται με την περιοχή των Βάσκων, που βρίσκεται στη Βόρεια Ισπανία και μέρη της Γαλλίας. Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους ανθρώπους που προέρχονται από αυτή την περιοχή, τη γλώσσα τους (βασκικά), την κουλτούρα τους και τα έθιμα.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "vasco" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα. Η χρήση του ενδέχεται να είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν κοινωνικά και πολιτιστικά ζητήματα ή στο πλαίσιο συζητήσεων για την εθνική ταυτότητα.
Los vascos son conocidos por su gastronomía.
(Οι Βάσκοι είναι γνωστοί για τη γαστρονομία τους.)
Me gusta escuchar música vasca.
(Μου αρέσει να ακούω βασκική μουσική.)
Η λέξη "vasco" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Más vasco que un árbol de la región.
(Πιο Βάσκος από ένα δέντρο της περιοχής.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ δεμένος με την κουλτούρα ή την παράδοση των Βάσκων.
Hablar como un vasco.
(Μιλάω όπως ένας Βάσκος.) - Χρησιμοποιείται για κάποιον που έχει χαρακτηριστικό τρόπο ομιλίας ή ιδιαίτερη προφορά.
Tomar sidra vasca.
(Να πίνω βασκική σιδερίτιδα.) - Αναφέρεται στην παράδοση και τη συνήθεια των Βάσκων να πίνουν σίδερ από μήλα.
Η λέξη "vasco" προέρχεται από το λατινικό "Vascones", το οποίο αναφέρεται σε μια αρχαία φυλή που ζούσε στην περιοχή των Βάσκων. Οι Βάσκοι έχουν μια αρχαία και ξεχωριστή πολιτιστική κληρονομιά.
Συνώνυμα: - basco (που σημαίνει επίσης βασκικός) - vascongado (σχετικό με τους Βάσκους)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχει άμεσο αντίθετο στον όρο "vasco", αλλά μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο το "español" (Ισπανικός) εάν μιλάμε για πολιτιστικές ή εθνοτικές ταυτότητες.