Vaso είναι ουσιαστικό (sustantivo).
/ˈβɑ.so/ (για χρήση αυθεντικής προφοράς)
Η λέξη "vaso" στα ισπανικά αναφέρεται σε ένα δοχείο ή αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να περιέχει υγρά, όπως νερό, χυμό ή άλλα ποτά. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει μια σειρά από άλλες χρήσεις, όπως να φυλάσσει λουλούδια. Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε πολλές καθημερινές καταστάσεις, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στις πιο κοινωνικές ή οικογενειακές καταστάσεις, η προφορική χρήση είναι συχνότερη, ενώ σε επίσημες ή επιχειρηματικές αλληλεπικοινωνίες μπορεί να βρεθεί και σε γραπτή μορφή.
El vaso de agua está en la mesa.
Το βάζο με το νερό είναι στο τραπέζι.
Necesito un vaso para el jugo.
Χρειάζομαι ένα ποτήρι για τον χυμό.
Ella llenó el vaso de flores.
Αυτή γέμισε το βάζο με λουλούδια.
Η λέξη "vaso" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Llevarse un vaso de agua.
Παίρνω ένα ποτήρι νερό. (συχνά κυριολεκτικά ή μεταφορικά για την προετοιμασία ή πρόνοια)
Romper el vaso.
Σπάω το βάζο. (μεταφορικά μπορεί να σημαίνει ότι έχει γίνει ένα σοβαρό λάθος ή γκάφα)
No hay vaso que aguante.
Δεν υπάρχει βάζο που να αντέχει. (σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάτι που να αντέχει σε υπερβολικές συνθήκες)
Bailar al son del vaso.
Χορεύω στο ρυθμό του ποτηριού. (αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάποιος ακολουθεί τη ροή μιας ευχάριστης ή αστείας κατάστασης)
Usar el vaso medio lleno.
Χρησιμοποιώ το μισό γεμάτο ποτήρι. (αναφέρεται στην αισιοδοξία ή την θετική σκέψη)
Η λέξη "vaso" προέρχεται από το λατινικό "vasum", το οποίο σημαίνει δοχείο ή περιέκτη.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα της λέξης "vaso" στο ισπανικό γλωσσικό και πολιτιστικό πλαίσιο.