vecindad: ουσιαστικό (feminine).
Φωνητική μεταγραφή: /beθinˈðað/
Η λέξη "vecindad" αναφέρεται σε μια γειτονιά ή περιοχή κατοικίας, που συνήθως υπονοεί μια ομάδα σπιτιών ή ανθρώπων που ζουν κοντά ο ένας στον άλλο. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο πλαίσια, προφορικά και γραπτά, αν και εμφανίζεται περισσότερο στον προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά μιλούν για τη γειτονιά τους ή τους γείτονές τους.
La vecindad es muy tranquila y amigable.
(Η γειτονιά είναι πολύ ήσυχη και φιλική.)
Nos gusta organizar eventos en la vecindad para conocernos mejor.
(Μας αρέσει να οργανώνουμε εκδηλώσεις στην γειτονιά για να γνωριστούμε καλύτερα.)
Η λέξη "vecindad" αναφέρεται συχνά σε κοινωνικές σχέσεις και γειτονικές αλληλεπιδράσεις, και επομένως είναι παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις.
Vivir en vecindad significa compartir momentos con los demás.
(Να ζεις σε μια γειτονιά σημαίνει να μοιράζεσαι στιγμές με τους άλλους.)
En la vecindad todos se cuidan mutuamente.
(Στην γειτονιά όλοι φροντίζουν ο ένας τον άλλο.)
La vecindad es como una gran familia.
(Η γειτονιά είναι σαν μια μεγάλη οικογένεια.)
Siempre hay algo que hacer en la vecindad durante el verano.
(Πάντα υπάρχει κάτι να κάνεις στην γειτονιά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.)
La convivencia en vecindad puede ser complicada a veces.
(Η συμβίωση σε μια γειτονιά μπορεί να είναι περίπλοκη μερικές φορές.)
Hicimos una fiesta de vecindad para celebrar la primavera.
(Κάναμε ένα πάρτι γειτονιάς για να γιορτάσουμε την άνοιξη.)
En esta vecindad todos están dispuestos a ayudar.
(Σε αυτή τη γειτονιά όλοι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν.)
La vecindad tiene muchas tradiciones que compartimos.
(Η γειτονιά έχει πολλές παραδόσεις που μοιραζόμαστε.)
Η λέξη "vecindad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "vicinitas", που σημαίνει γειτονία ή γειτονικότητα, και αναφέρεται σε κοντινές ή γειτονικές σχέσεις.
Συνώνυμα: - barrio (γειτονιά) - comunidad (κοινότητα)
Αντώνυμα: - soledad (μόνωση) - aislamiento (απομόνωση)