Vedado είναι επίθετο.
/hɛˈðaðo/
Η λέξη "vedado" σημαίνει "απαγορευμένος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν επιτρέπεται ή είναι κλειστό για πρόσβαση. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε δραστηριότητες ή περιοχές που δεν επιτρέπεται στους πολίτες να εισέλθουν ή να συμμετάσχουν. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε Γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
Η πρόσβαση στην απαγορευμένη περιοχή είναι απαγορευμένη.
Los animales vedados no pueden ser cazados.
Η λέξη “vedado” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε φράσεις που σχετίζονται με περιορισμούς ή απαγορεύσεις.
Η είσοδος στην απαγορευμένη περιοχή μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.
Los senderos vedados son peligrosos para los excursionistas.
Τα απαγορευμένα μονοπάτια είναι επικίνδυνα για τους πεζοπόρους.
Es importante respetar las señales de zona vedada.
Η λέξη "vedado" προέρχεται από το ρήμα "vedar", που σημαίνει "να απαγορεύω" και έχει λατινικές ρίζες, συνδέεται με τη λέξη "veto".