vedado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vedado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Vedado είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/hɛˈðaðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vedado" σημαίνει "απαγορευμένος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν επιτρέπεται ή είναι κλειστό για πρόσβαση. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται σε δραστηριότητες ή περιοχές που δεν επιτρέπεται στους πολίτες να εισέλθουν ή να συμμετάσχουν. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε Γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El acceso a la zona vedada está prohibido.
  2. Η πρόσβαση στην απαγορευμένη περιοχή είναι απαγορευμένη.

  3. Los animales vedados no pueden ser cazados.

  4. Τα απαγορευμένα ζώα δεν μπορούν να κυνηγηθούν.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη “vedado” δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε φράσεις που σχετίζονται με περιορισμούς ή απαγορεύσεις.

Ιδιωματικές προτάσεις

  1. Entrar en el área vedada puede acarrear consecuencias legales.
  2. Η είσοδος στην απαγορευμένη περιοχή μπορεί να έχει νομικές συνέπειες.

  3. Los senderos vedados son peligrosos para los excursionistas.

  4. Τα απαγορευμένα μονοπάτια είναι επικίνδυνα για τους πεζοπόρους.

  5. Es importante respetar las señales de zona vedada.

  6. Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τις σημασίες της απαγορευμένης περιοχής.

Ετυμολογία

Η λέξη "vedado" προέρχεται από το ρήμα "vedar", που σημαίνει "να απαγορεύω" και έχει λατινικές ρίζες, συνδέεται με τη λέξη "veto".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024