Η λέξη "vedar" έχει την έννοια του να δίνεις ή να παραχωρείς κάτι σε κάποιον άλλον. Χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο νομικών ή επίσημων συμφωνιών, αλλά και σε καθημερινές συνομιλίες. Η λέξη ενδέχεται να μην είναι πολύ κοινή στον προφορικό λόγο, καθώς συνήθως ακούγεται σε πιο επίσημα περιβάλλοντα, όπως η νομική γλώσσα ή τα γραπτά κείμενα.
"Voy a vedar este terreno a la comunidad."
"Θα παραχωρήσω αυτό το έδαφος στην κοινότητα."
"El contrato va a vedar los derechos de autor."
"Η σύμβαση θα παραχωρήσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας."
Η λέξη "vedar" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις σε σχέση με άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες επίσημες φράσεις.
"Vedar a los herederos."
"Να παραχωρήσω στους κληρονόμους."
"El testamento debe vedar los bienes."
"Η διαθήκη πρέπει να παραχωρήσει τα περιουσιακά στοιχεία."
"Vedando derechos a terceros."
"Παραχωρώντας δικαιώματα σε τρίτους."
Η λέξη "vedar" προέρχεται από το λατινικό "vadiare", που σημαίνει «να παραχωρήσω», «να δώσω» ή «να ορίσω» και έχει εξελιχθεί στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει πράξεις παραχώρησης.
Ceder (να παραχωρήσω)
Αντώνυμα: