Επίθετο
/βε.ε.με.n.te/ ή /βε͜e̞ˈmente/
Η λέξη "vehemente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι έντονο, παθιασμένο ή σφοδρό σε σχέση με συναισθήματα ή απόψεις. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των κοινωνικών ή πολιτικών συζητήσεων, εκφράσεις συναισθημάτων ή σε άρθρα που αναλύουν πάθος και σφοδρότητα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό.
Su discurso fue vehemente y convenció a todos.
(Ο λόγος του ήταν έντονος και έπεισε όλους.)
Ella defendió su opinión de manera vehemente.
(Αυτή υπερασπίστηκε την άποψή της με πάθος.)
La discusión se volvió vehemente y emocional.
(Η συζήτηση έγινε έντονη και συναισθηματική.)
Η λέξη "vehemente" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες υπογραμμίζουν την ένταση και το πάθος.
Ejemplo: Él suele hablar de manera vehemente sobre los derechos humanos.
(Συνήθως μιλά με ένταση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.)
Sentir de forma vehemente
Ejemplo: Ella siente de forma vehemente su amor por el arte.
(Αυτή νιώθει με πάθος την αγάπη της για την τέχνη.)
Defender vehementemente
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "vehementis", το οποίο σημαίνει "σφοδρός" ή "έντονος". Η ρίζα της περιλαμβάνει τη ρίζα "vehe" που σημαίνει "με δυναμισμό".
Συνώνυμα: - Intenso - Pasional - Fervoroso
Αντώνυμα: - Frío - Indiferente - Apático