vejar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vejar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "vejar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [beˈxaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vejar" σημαίνει να επιβλέπω ή να παρακολουθώ κάτι, συνήθως με σκοπό να διασφαλιστεί ότι όλα είναι εντάξει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επισήμους ή νομικούς τομείς, αλλά μπορεί να εντοπιστεί και σε καθημερινές συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα ή διοικητικές διαδικασίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El juez decidió vejar el cumplimiento de la ley.
  2. Ο δικαστής αποφάσισε να επιβλέψει την τήρηση του νόμου.

  3. Es necesario vejar el progreso del proyecto constantemente.

  4. Είναι απαραίτητο να παρακολουθούμε την πρόοδο του έργου συνεχώς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και το "vejar" δεν είναι πολύ συνηθισμένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να βρείτε κάποιες φράσεις που το περιλαμβάνουν. Ωστόσο, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά πλαίσια που σχετίζονται με την επιτήρηση ή την παρακολούθηση.

  1. Se requiere vejar el desarrollo social de la comunidad.
  2. Απαιτείται να παρακολουθείται η κοινωνική ανάπτυξη της κοινότητας.

  3. Es esencial vejar la calidad del servicio ofrecido.

  4. Είναι ζωτικής σημασίας να επιβλέπεται η ποιότητα της υπηρεσίας που προσφέρεται.

  5. Para asegurar la transparencia, debemos vejar las finanzas del proyecto.

  6. Για να διασφαλίσουμε τη διαφάνεια, πρέπει να επιβλέπουμε τα οικονομικά του έργου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vejar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "vigere", που σημαίνει να είσαι ζωντανός ή ενεργητικός, και σχετίζεται με την έννοια της επιτήρησης και παρακολούθησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Supervisar - Controlar - Inspeccionar

Αντώνυμα: - Ignorar - Descuidar - Abandonar



23-07-2024