Το "vejar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [beˈxaɾ]
Η λέξη "vejar" σημαίνει να επιβλέπω ή να παρακολουθώ κάτι, συνήθως με σκοπό να διασφαλιστεί ότι όλα είναι εντάξει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επισήμους ή νομικούς τομείς, αλλά μπορεί να εντοπιστεί και σε καθημερινές συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά κείμενα ή διοικητικές διαδικασίες.
Ο δικαστής αποφάσισε να επιβλέψει την τήρηση του νόμου.
Es necesario vejar el progreso del proyecto constantemente.
Αν και το "vejar" δεν είναι πολύ συνηθισμένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να βρείτε κάποιες φράσεις που το περιλαμβάνουν. Ωστόσο, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά πλαίσια που σχετίζονται με την επιτήρηση ή την παρακολούθηση.
Απαιτείται να παρακολουθείται η κοινωνική ανάπτυξη της κοινότητας.
Es esencial vejar la calidad del servicio ofrecido.
Είναι ζωτικής σημασίας να επιβλέπεται η ποιότητα της υπηρεσίας που προσφέρεται.
Para asegurar la transparencia, debemos vejar las finanzas del proyecto.
Η λέξη "vejar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "vigere", που σημαίνει να είσαι ζωντανός ή ενεργητικός, και σχετίζεται με την έννοια της επιτήρησης και παρακολούθησης.
Συνώνυμα: - Supervisar - Controlar - Inspeccionar
Αντώνυμα: - Ignorar - Descuidar - Abandonar