Η λέξη "vejiga" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vejiga" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /beˈxiɣa/.
Η λέξη "vejiga" αναφέρεται σε μια ανατομική δομή που λειτουργεί ως αποθήκη υγρού, κυρίως ούρων στην περίπτωση της ουροδόχου κύστης. Χρησιμοποιείται ευρέως στον ιατρικό τομέα και έχει σταθερή χρήση σε καθημερινές συνομιλίες σχετικά με τη φυσιολογία και την υγεία. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια έως υψηλή, με μεγαλύτερη παρουσία σε γραπτό λόγο σε ιατρικά κείμενα και λιγότερη στον προφορικό λόγο.
Η κύστη είναι ένα σημαντικό όργανο στο ουροποιητικό σύστημα.
Ella tiene una infección en la vejiga que necesita tratamiento.
Η λέξη "vejiga" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον τομέα της ιατρικής.
Να έχεις την κύστη γεμάτη (δηλαδή, να χρειάζεται να πας στην τουαλέτα).
Desinflar la vejiga.
Να αποσυμπιέσεις την κύστη (να αποβάλεις ούρα).
Hacer pis en la vejiga.
Η λέξη "vejiga" προέρχεται από το λατινικό "vesica", που σημαίνει "φούσκα", κάτι που υποδηλώνει τη λειτουργία της σαν αποθήκη υγρού.
Συνώνυμα: - "cistitis" (αυτή αναφέρεται σε φλεγμονή της κύστης) - "bladder" (αγγλική λέξη που επίσης αναφέρεται στην ουροδόχο κύστη)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την λέξη "vejiga", καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ανατομική δομή. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί ότι η αντίθετη κατάσταση είναι η "vacío" (κενό), εφόσον η κύστη πρέπει να περιέχει υγρά για να είναι λειτουργική.