vela - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vela (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "vela" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vela" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈβela/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "vela" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Κερί - Τιμονόξυλο (σε ναυτική χρήση)

Σημασία της λέξης

Η λέξη "vela" στα ισπανικά έχει δύο κύριες σημασίες: 1. Κερί: Το αντικείμενο που χρησιμοποιείται για φωτισμό ή αρωματισμό χώρων. 2. Αυτό το σημαίνει και πανί σε ναυτικό περιβάλλον: Τo πανί που χρησιμοποιείται σε σκάφη για να εκμεταλλεύονται τη δύναμη του ανέμου.

Χρήση στη γλώσσα Ισπανικά

Η λέξη "vela" χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις και συναντάται συχνά τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Στην καθημερινή γλώσσα είναι κάτι που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "vela" είναι συχνά χρησιμοποιούμενη, ιδιαίτερα σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με την οικολογία, τη θρησκεία (κεριά σε εκκλησίες), και τη ναυτιλία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Me gusta encender una vela cuando leo.
  2. Μου αρέσει να ανάβω ένα κερί όταν διαβάζω.

  3. La vela del barco estaba izada para navegar.

  4. Το πανί του πλοίου ήταν σηκωμένο για να πλέει.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vela" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:

  1. Estar a vela
  2. Να είσαι σε ετοιμότητα ή προετοιμασία.
  3. (Αυτός πάντα está a vela para cualquier situación).
  4. (Αυτός είναι πάντα σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε κατάσταση).

  5. Poner vela

  6. Να προσεύχεσαι ή να ευχηθείς για κάποιον.
  7. (Voy a poner una vela por su salud).
  8. (Θα προσευχηθώ για την υγεία του).

  9. Vela por

  10. Φροντίζω ή bảo vệ κάποιον.
  11. (Ella siempre vela por el bienestar de sus amigos).
  12. (Αυτή πάντα φροντίζει για την ευημερία των φίλων της).

  13. Bailar con la vela encendida

  14. Να αναλαμβάνεις κινδύνους ή να ζεις την ζωή στο έπακρο.
  15. (Ella siempre está bailando con la vela encendida, disfrutando cada momento).
  16. (Αυτή πάντα χορεύει με το κερί αναμμένο, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή).

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vela" προέρχεται από τα λατινικά "vela" που σημαίνει το πανί. Το "vela" ως κερί προέρχεται από τη γερμανική ρίζα που σχετίζεται με την φωτιά.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να είναι χρήσιμες!



22-07-2024