Velador είναι ουσιαστικό.
/beˈlaðoɾ/
Στα Ισπανικά, η λέξη velador χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται σε έναν φωτιστικό ή μια λάμπα, που συχνά τοποθετείται δίπλα σε κρεβάτια ή σε καθιστικά για να προσφέρει φως. Στην ευρύτερη σημασία της, μπορεί να αναφέρεται και σε έναν κρεβάτι, ιδίως σε κάποια περιοχές (όπως στο Μεξικό). Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα δύο, προφορικά και γραπτά πλαίσια, αν και περισσότερο στο γραπτό.
El velador no funciona correctamente.
(Ο λαμπτήρας δεν λειτουργεί σωστά.)
Necesito un velador nuevo para mi habitación.
(Χρειάζομαι έναν φωτιστικό νέο για το δωμάτιό μου.)
Me gusta leer en la cama con la luz del velador.
(Μου αρέσει να διαβάζω στο κρεβάτι με το φως του λαμπτήρα.)
Η λέξη velador, παρόλο που δεν έχει πολλές ιδιωματικές χρήσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί σε ορισμένες εκφράσεις σχετικά με το φωτισμό ή τη νυχτερινή ρουτίνα.
"Dejar encendido el velador toda la noche es un mal hábito."
(Το να αφήνεις αναμμένο τον λαμπτήρα όλη τη νύχτα είναι κακή συνήθεια.)
"Apagué el velador antes de dormir."
(Έσβησα τον λαμπτήρα πριν κοιμηθώ.)
"El velador de la sala era muy antiguo."
(Ο λαμπτήρας του σαλονιού ήταν πολύ παλιός.)
Η λέξη velador προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "velar", που σημαίνει «να φυλάει» ή «να καλύπτει». Η έννοια της λέξης έχει εξελιχθεί εξελίχθηκε να περιγράφει κάτι που προσφέρει φως και ασφάλεια, ιδίως τη νύχτα.
Συνώνυμα: - Lámpara (λάμπα) - Luz (φως)
Αντώνυμα: - Oscuridad (σκοτάδι) - Sombra (σκιά)