Ρήμα.
/βεˈλ̪αɾ/
Η λέξη "velar" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται σε πράξεις που σχετίζονται με την προστασία, την φροντίδα ή την παρακολούθηση κάποιου ή κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικές, ιατρικές και κοινωνικές περιπτώσεις. Η συχνότητά της είναι σχετικά υψηλή, καθώς χρησιμοποιείται σε καθημερινές συνομιλίες αλλά και σε γραπτά κείμενα.
Είναι σημαντικό να προσέχουμε τα δικαιώματα των πολιτών.
Los padres deben velar por la seguridad de sus hijos.
Οι γονείς πρέπει να φροντίζουν για την ασφάλεια των παιδιών τους.
Es necesario velar por la calidad del aire en la ciudad.
Η λέξη "velar" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Αυτή παρακολουθεί τον ύπνο των παιδιών της κάθε νύχτα.
Velar por la verdad
Σημαίνει "να φροντίζεις για την αλήθεια".
Οι δημοσιογράφοι πρέπει να φροντίζουν για την αλήθεια στις πληροφορίες τους.
Velar la situación
Σημαίνει "να προσέχεις την κατάσταση".
Η λέξη "velar" προέρχεται από το λατινικό "vigilare", που σημαίνει "να είσαι ξύπνιος" ή "να παρακολουθείς". Αυτή η ρίζα υποδηλώνει την έννοια της φροντίδας και της προσοχής.