Velero είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/beˈleɾo/
Η λέξη "velero" αναφέρεται σε ένα σκάφος που χρησιμοποιεί πανιά για να εκμεταλλευτεί τη δύναμη του ανέμου κατά τη διάρκεια της πλεύσης. Χρησιμοποιείται συνήθως στον ναυτικό τομέα και ενδέχεται να αναφέρεται σε διάφορους τύπους ιστιοφόρων σκαφών, από μικρές βάρκες μέχρι μεγαλύτερα ιστιοφόρα. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή στα ναυτικά συμφραζόμενα και σε διάφορους τύπους γραπτού και προφορικού λόγου.
Το ιστιοφόρο πλέει γρήγορα στη θάλασσα.
Me gustaría comprar un velero para pasar mis vacaciones.
Θα ήθελα να αγοράσω ένα ιστιοφόρο για να περάσω τις διακοπές μου.
El velero está anclado en la bahía.
Δεν υπάρχουν ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "velero". Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο συγκεκριμένα ναυτικά συμφραζόμενα ή ποιητικά κείμενα. Ακολουθούν λίγες προτάσεις.
Το ιστιοφόρο κάτω από τον ορίζοντα συμβολίζει την ελευθερία.
Navegar en un velero es una experiencia mágica.
Η πλεύση σε ένα ιστιοφόρο είναι μια μαγική εμπειρία.
Los sueños son como un velero en la inmensidad del océano.
Η λέξη "velero" προέρχεται από τη λέξη "vela," που σημαίνει "πανί" στα Ισπανικά, συνδυάζοντάς την με το κατάληξη -ero, που υποδηλώνει ότι είναι κάτι που σχετίζεται ή έχει να κάνει με το πανί.
Συνώνυμα: - Barco de vela (ιστιοφόρο σκάφος) - Yate a vela (ιστιοφόρο γιοτ)
Αντώνυμα: - Barco de motor (μηχανότρατα) - Buque (πλοίο)