Η λέξη "veleta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "veleta" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /beˈleta/.
Η λέξη "veleta" αναφέρεται συνήθως σε ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να δείξει την κατεύθυνση του ανέμου. Μπορεί επίσης να σημαίνει ηθική αβεβαιότητα ή την τάση κάποιου να αλλάζει γνώμη ή στάση ανάλογα με τις περιστάσεις.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη χρησιμοποιείται είτε σε γραπτό είτε σε προφορικό λόγο και έχει μέτρια συχνότητα. Ωστόσο, είναι πιο κοινό να τη συναντήσουμε σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε γεωγραφία, ναυτιλία ή μετεωρολογία.
Η βέλοτα στην στέγη του σπιτιού δείχνει από πού έρχεται ο άνεμος.
En el pueblo, todos usan una veleta para saber si va a llover.
Στο χωριό, όλοι χρησιμοποιούν μια βέλοτα για να ξέρουν αν θα βρέξει.
La veleta de juguete del niño también gira con la brisa.
Η λέξη "veleta" χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους που δεν έχουν σταθερές γνώμες ή θέσεις. Μερικές ιδιωματικές εκφράσεις είναι οι εξής:
Είσαι σαν μια βέλοτα, πάντα αλλάζεις γνώμη.
No seas veleta, toma una decisión firme.
Μη είσαι βέλοτα, πάρε μια σταθερή απόφαση.
Su actitud es de veleta; nunca sabe lo que quiere.
Η στάση του είναι σαν βέλοτα; Ποτέ δεν ξέρει τι θέλει.
Los políticos a veces parecen una veleta, dependiendo del viento de la opinión pública.
Η λέξη "veleta" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, και η ρίζα της σχετίζεται με το λατινικό "navigĭle," που αναφέρεται στα ναυτιλιακά όργανα για μέτρηση του ανέμου.
Συνώνυμα: - Indicador (δείκτης) - Pájaro (πουλί, σε μεταφορική έννοια)
Αντώνυμα: - Estabilidad (σταθερότητα) - Firmeza (σταθερότητα)