Το "vello" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα: /ˈbe.ʝo/
Η λέξη "vello" αναφέρεται σε μαλακές, λεπτές τρίχες που βρίσκονται κυρίως στο σώμα, όπως χνούδι στο δέρμα. Στον τομέα της ιατρικής, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τρίχες σε περιοχές όπως το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια. Είναι περισσότερο ορατή στο γυναικείο σώμα ως αποτέλεσμα ορμονικών παραγόντων.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο κοινή στην καθημερινή ομιλία.
Los pequeños vellitos en la piel son normales en los seres humanos.
(Οι μικρές τρίχες στο δέρμα είναι φυσιολογικές στους ανθρώπους.)
Es importante cuidar bien el vello corporal para mantener la higiene.
(Είναι σημαντικό να φροντίζουμε καλά τις τρίχες του σώματος για να διατηρούμε την υγιεινή.)
Algunas personas prefieren depilar el vello de las piernas.
(Ορισμένοι άνθρωποι προτιμούν να αφαιρούν τις τρίχες από τα πόδια.)
Η λέξη "vello" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες συσχετισμένες φράσεις που σχετίζονται με την ομορφιά και την υγιεινή:
Bajo el vello, hay piel delicada.
(Κάτω από τις τρίχες, υπάρχει ευαίσθητο δέρμα.)
El cuidado del vello facial es crucial para los hombres.
(Η φροντίδα των προσώπων τρίχας είναι κρίσιμη για τους άνδρες.)
No hay vello que no se pueda depilar.
(Δεν υπάρχει τρίχα που να μην μπορεί να αφαιρεθεί.)
Η λέξη "vello" προέρχεται από το λατινικό "villus", που σημαίνει "τρίχα" ή "χνούδι".
Συνώνυμα:
- pelo (τρίχα, γενικώς)
- pelusa (χνούδι)
Αντώνυμα:
- calvo (καραφλός)
- despejado (καθαρός, χωρίς τρίχες)