Επίθετο
/βεˈloθ/
Η λέξη "veloz" σημαίνει "ταχύς" ή "γρήγορος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που κινείται, εξελίσσεται ή γίνεται με μεγάλη ταχύτητα. Είναι συχνά στη χρήση του προφορικού λόγου, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
El coche es muy veloz.
(Το αυτοκίνητο είναι πολύ γρήγορο.)
La atleta corrió de manera veloz.
(Η αθλήτρια έτρεξε με γρήγορο τρόπο.)
El internet en este lugar es veloz.
(Το ίντερνετ σε αυτό το μέρος είναι γρήγορο.)
Στα ισπανικά, η λέξη "veloz" εμφανίζεται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν κάποιες από αυτές:
Vamos a avanzar a paso veloz si queremos alcanzar la meta.
(Θα προχωρήσουμε με γρήγορο βήμα αν θέλουμε να φτάσουμε τον στόχο.)
Veloz como un rayo
(Γρήγορος σαν αστραπή)
Se movió veloz como un rayo para evitar el accidente.
(Μετακινήθηκε γρήγορα σαν αστραπή για να αποφύγει το ατύχημα.)
Estar en modo veloz****
(Να είσαι σε γρήγορο ρυθμό)
Η λέξη "veloz" προέρχεται από την λατινική λέξη "velox", που σημαίνει "ταχύς". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την ταχύτητα και την κίνηση.
Συνώνυμα: - rápido - apresurado - ligero
Αντώνυμα: - lento - despacio - pausado