venado – ονομαστικό (ουσιαστικό).
/beˈnaðo/
Η λέξη venado αναφέρεται σε έναν τύπο ελαφιού, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει το ελάφι ως είδος, εστιάζοντας κυρίως σε αρσενικά ελάφια. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στον προφορικό λόγω της συνήθειας στην κυριολεκτική αναφορά άγριας ζωής.
El venado corre rápidamente en el bosque.
(Το ελάφι τρέχει γρήγορα στο δάσος.)
Vi un venado en el parque ayer.
(Είδα ένα ελάφι στο πάρκο χθες.)
El venado es un animal muy ágil.
(Το ελάφι είναι ένα πολύ ευκίνητο ζώο.)
Η λέξη venado δεν έχει ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μερικές φράσεις και συσχετισμένες εκφράσεις περιλαμβάνουν:
"Estar como un venado"
(Να είσαι σαν ελάφι) – Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον/κάποια που είναι πολύ στιβαρός ή γυμνασμένος.
Είναι σαν ελάφι, γεμάτος ενέργεια και δύναμη.
"Cazar venados"
(Να κυνηγάς ελάφια) – Αυτός ο όρος αναφέρεται είτε στο φυσικό κυνήγι ελαφιών είτε μεταφορικά στην αναζήτηση δύσκολων στόχων στην ζωή.
Η ομάδα αποφάσισε να καλέσει τους φίλους για να καλέσουν ελάφια στο σημείο της εκδρομής.
Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό «venado», το οποίο ανάγεται στο λατινικό «venator», που σημαίνει «κυνηγός» και από το «venari», που σημαίνει «να κυνηγά».
Συνώνυμα: - ciervo (ελάφι)
Αντώνυμα: - δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα στην ελληνική γλώσσα, αλλά μπορεί να θεωρηθούν σχετικά ορισμένα αρπακτικά ζώα που κυνηγούν ελάφια.