Η λέξη "vencedor" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /βενθεˈðoɾ/
Η λέξη "vencedor" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει κερδίσει έναν αγώνα, μια διαγωνιστική διαδικασία ή έχει καταφέρει να υπερισχύσει σε μια κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με πιθανή προτίμηση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El equipo vencedor levantó el trofeo.
Το νικητήριο συγκρότημα ύψωσε το τρόπαιο.
El vencedor de la competición recibió un premio.
Ο νικητής του διαγωνισμού έλαβε ένα βραβείο.
Siempre hay un vencedor y un vencido en una pelea.
Πάντα υπάρχει ένας νικητής και ένας ηττημένος σε μια μάχη.
Η λέξη "vencedor" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε νικήτριες καταστάσεις ή επιτυχίες.
Ser un vencedor en la vida.
Να είσαι νικητής στη ζωή.
El camino del vencedor no es fácil.
Ο δρόμος του νικητή δεν είναι εύκολος.
El vencedor nunca olvida sus raíces.
Ο νικητής ποτέ δεν ξεχνά τις ρίζες του.
Cada vencedor fue una vez un soñador.
Κάθε νικητής ήταν κάποτε ένας ονειρευτής.
Los vencedores son los que persistieron.
Οι νικητές είναι αυτοί που επέμειναν.
El espíritu del vencedor se forja en la adversidad.
Το πνεύμα του νικητή διαμορφώνεται στην αντιξοότητα.
Η λέξη "vencedor" προέρχεται από το λατινικό "vincere," που σημαίνει "να νικώ" ή "να υπερισχύω".
Συνώνυμα: - Ganador (νικητής) - Triunfador (θησαυρός, νικητής)
Αντώνυμα: - Vencido (ηττημένος) - Perdedores (ηττημένοι)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "vencedor".