Το "vencer" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /benˈθeɾ/ (στην Ισπανία) ή /benˈseɾ/ (στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "vencer" σημαίνει "να νικήσεις" ή "να υπερνικήσεις". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της νίκης σε κάποιον αγώνα ή σε μια κατάσταση, όπως επίσης και την υπερνίκηση δυσκολιών. Στη γλώσσα των ισπανικών, είναι ένα αρκετά συχνό ρήμα, που χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Οι αθλητές εργάζονται σκληρά για να νικήσουν τους αντιπάλους τους.
La estrategia fue necesaria para vencer el desafío.
Η στρατηγική ήταν απαραίτητη για να υπερνικήσουμε την πρόκληση.
A veces, es difícil vencer el miedo.
Η λέξη "vencer" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Εκφράζει την έννοια της ξεπέρασης κάποιου δύσκολου παράγοντα.
Vencer las expectativas.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επιτυχία που ξεπερνάει τις αναμενόμενες διαστάσεις.
Vencer el tiempo.
Αναφέρεται στην ικανότητα να καταφέρνεις περισσότερα σε λιγότερο χρόνο.
Vencer la adversidad.
Η λέξη "vencer" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "vincere", που σημαίνει την ίδια έννοια, δηλαδή "να νικήσεις" ή "να υπερνικήσεις".
Συνώνυμα: - conquistar - dominar - derrotar
Αντώνυμα: - rendirse (υποκύπτω) - fracasar (αποτυγχάνω) - claudicar (παραιτούμαι)