Η λέξη "vencido" είναι participio pasado (παρελθόν μετοχής) του ρήματος "vencer", που σημαίνει "να νικήσει".
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "vencido" είναι: [benˈsi.ðo].
Η μετάφραση της λέξης "vencido" στα Ελληνικά είναι: - νικημένος - κατακτημένος
Η λέξη "vencido" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να δηλώσει κάτι ή κάποιον που έχει νικηθεί ή υποταχθεί. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά ή αθλητικά συμφραζόμενα, υποδηλώνοντας φάσεις ή καταστάσεις που σχετίζονται με ήττα ή υποταγή. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο σε καταστάσεις που περιγράφουν απώλειες ή ήττες.
El equipo estaba vencido después del último partido.
(Η ομάδα ήταν νικημένη μετά τον τελευταίο αγώνα.)
Se sintió vencido ante los problemas de la vida.
(Ένιωσε νικημένος μπροστά στα προβλήματα της ζωής.)
El enemigo fue vencido en la batalla decisiva.
(Ο εχθρός νικήθηκε στη decisive μάχη.)
Η λέξη "vencido" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
A veces, la vida puede ser tan dura que uno se siente vencido.
(Mερικές φορές, η ζωή μπορεί να είναι τόσο σκληρή που κάποιος νιώθει νικημένος.)
Estar vencido por la ansiedad.
(Να είσαι νικημένος από το άγχος.)
A veces me siento vencido por la ansiedad antes de un examen.
(Πολλές φορές νιώθω νικημένος από το άγχος πριν από μια εξέταση.)
No te sientas vencido.
(Μη νιώθεις νικημένος.)
Siempre hay una salida, no te sientas vencido.
(Πάντα υπάρχει μια διέξοδος, μη νιώθεις νικημένος.)
Vencido por el tiempo.
(Νικημένος από το χρόνο.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "vencer," που σημαίνει "νικώ" και έχει καταγωγή από τη λατινική λέξη vincere.
Συνώνυμα: - derrotado (νικημένος) - superado (ξεπερασμένος)
Αντώνυμα: - vencedor (νικητής) - triunfante (θριαμβευτής)