Το "vendar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "vendar" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /benˈdaɾ/
Η λέξη "vendar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να κλείνεις ή να ντύνεις κάποια περιοχή με επίδεσμο ή να τυλίγεις κάτι με διαφορετικό τρόπο. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να χρησιμοποιηθεί κι σε ιατρικό ή στρατιωτικό πλαίσιο, όπως στην περίπτωση της φροντίδας τραυματιών. Στο Ισπανικά, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο.
"El médico tuvo que vendar la herida del soldado."
(Ο γιατρός έπρεπε να ντύσει την πληγή του στρατιώτη.)
"Voy a vendar el pie torcido de mi amigo."
(Θα ντύσω το στραβό πόδι του φίλου μου.)
"Es importante aprender a vendar correctamente una herida."
(Είναι σημαντικό να μάθεις να ντύνεις σωστά μια πληγή.)
Η λέξη "vendar" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και λιγότερο συχνά από άλλες λέξεις στον ισπανικό λόγο.
Προταση: "No quiero vendarme los ojos ante esta situación."
(Δεν θέλω να κλείνω τα μάτια μου μπροστά σε αυτή την κατάσταση.)
"Vendar un problema" - να προσπαθείς να κρύψεις ή να καλύψεις ένα πρόβλημα αντί να το λύσεις.
Προταση: "No podemos seguir vendando el problema, necesitamos enfrentarlo."
(Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κρύβουμε το πρόβλημα, πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.)
"Vendarse uno mismo" - να αυτοαπατάς ή να προσποιείσαι.
Η λέξη "vendar" προέρχεται από το Λατινικό "venda", που σημαίνει "επίδεσμος". Η ρίζα αυτή σχετίζεται με τις παλιές ιατρικές πρακτικές της στήριξης και του καλύμματος των τραυμάτων.