Η λέξη "vendedora" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε γυναίκα που πωλεί προϊόντα ή υπηρεσίες, δηλαδή πωλήτρια.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ben.deˈðo.ɾa/
Η λέξη "vendedora" αναφέρεται συγκεκριμένα σε γυναίκες που εργάζονται στην πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών. Χρησιμοποιείται συχνά και έχει συχνότητα χρήσης τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Πρόκειται για μια κυρίαρχη λέξη στις επιχειρηματικές και εμπορικές συνομιλίες.
Η πωλήτρια με βοήθησε να διαλέξω ένα φόρεμα.
La vendedora explicó cómo funciona el producto.
Η πωλήτρια εξήγησε πώς λειτουργεί το προϊόν.
Visité la tienda y hablé con la vendedora.
Η λέξη "vendedora" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες φράσεις:
Пр.: La vendedora ambulante vende frutas frescas. (Η πωλήτρια του δρόμου πουλάει φρέσκα φρούτα.)
La vendedora estrella
Пр.: Ella es la vendedora estrella de la tienda. (Αυτή είναι η κορυφαία πωλήτρια του καταστήματος.)
Vendedora de sueños
Η λέξη "vendedora" προέρχεται από το ρήμα "vender", που σημαίνει "πωλώ". Η κατάληξη "-ora" δηλώνει ότι το ουσιαστικό αναφέρεται σε θηλυκό υποκείμενο.
Συνώνυμα: - Vendedora (πλήρης λέξη) - Comerciante (έμπορος)
Αντώνυμα: - Comprador (αγοραστής) - Cliente (πελάτης)