vender - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

vender (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "vender" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[benˈdeɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης και χρήση

Η λέξη "vender" σημαίνει "πωλείν" και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη διαδικασία διάθεσης και ανταλλαγής αγαθών ή υπηρεσιών σε αντάλλαγμα για χρήματα ή άλλη αμοιβή. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση του είναι συχνή στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό, ειδικά σε εμπορικά και οικονομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "vender" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "vender" προέρχεται από το λατινικό "vendere", το οποίο είναι σύνθετη λέξη από "ven-" (που σημαίνει "να έρχομαι") και "-dere" (να δίνω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024