Το "vender" είναι ρήμα.
[benˈdeɾ]
Η λέξη "vender" σημαίνει "πωλείν" και χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στη διαδικασία διάθεσης και ανταλλαγής αγαθών ή υπηρεσιών σε αντάλλαγμα για χρήματα ή άλλη αμοιβή. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση του είναι συχνή στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό, ειδικά σε εμπορικά και οικονομικά κείμενα.
Quiero vender mi coche.
(Θέλω να πουλήσω το αυτοκίνητό μου.)
Ella decidió vender su colección de libros.
(Αυτή αποφάσισε να πουλήσει τη συλλογή των βιβλίων της.)
Η λέξη "vender" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
El político vende humo en su campaña.
(Ο πολιτικός πουλάει καπνό στην εκστρατεία του.)
Vender gato por liebre
(Πουλάω γάτο αντί για λαγό)
Σημαίνει να εξαπατάς κάποιον ή να πουλάς κάτι λιγότεροτιμο than αυτό που διαφημίζεις.
No te dejes engañar, te están vendiendo gato por liebre.
(Μην αφήσεις να σε ξεμυαλίσουν, σου πουλούν γάτο αντί για λαγό.)
Venderse como pan caliente
(Πουλιέμαι όπως ζεστό ψωμί)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πολύ δημοφιλές και εύκολα πωλείται.
Η λέξη "vender" προέρχεται από το λατινικό "vendere", το οποίο είναι σύνθετη λέξη από "ven-" (που σημαίνει "να έρχομαι") και "-dere" (να δίνω).
intercambiar (ανταλλάσσω)
Αντώνυμα: