venderse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

venderse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "venderse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [benˈderse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "venderse" αναφέρεται στη διαδικασία του να πωλείται κάτι ή να είναι διαθέσιμο προς πώληση. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά στο εμπορικό και οικονομικό πλαίσιο. Η χρήση του στην καθημερινή γλώσσα είναι συχνή, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά συναντάται σε γραπτές καταστάσεις που σχετίζονται με εμπορικές συναλλαγές.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. El coche se vende rápido.
    (Το αυτοκίνητο πωλείται γρήγορα.)

  2. Los productos se venden online.
    (Τα προϊόντα πωλούνται διαδικτυακά.)

  3. La casa se vende por un buen precio.
    (Το σπίτι πωλείται σε καλή τιμή.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "venderse" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στους Ισπανόφωνους πληθυσμούς:

  1. Venderse como pan caliente
    (Πωλείται όπως ζεστό ψωμί.)
    Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι πωλείται ή αποκτάται πολύ γρήγορα.

  2. No te vendas tan barato
    (Μην πωλείσαι τόσο φθηνά.)
    Σημαίνει ότι πρέπει να εκτιμάς τον εαυτό σου και να μην δέχεσαι προσφορές που δεν ανταγωνίζονται τις ικανότητές σου.

  3. Se vendió como una estrella de rock
    (Πωλήθηκε σαν ροκ σταρ.)
    Δηλώνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μεγάλη δημοτικότητα ή ζήτηση.

  4. No me voy a vender por un puñado de monedas
    (Δεν θα πωληθώ για μια χούφτα νομίσματα.)
    Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την πεποίθηση ότι δεν αξίζει να εγκαταλείψετε τις αρχές ή την ηθική σας για χρήματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "venderse" προέρχεται από το ρήμα "vender", που σημαίνει "πουλώ", με το πρόσθετο "se" που δηλώνει την αντανακλαστική προοπτική, δηλαδή τη διαδικασία του να πωλείται ο ίδιος ο υποκείμενος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - comerciar (να εμπορεύεσαι) - expendir (να διαθέτεις)

Αντώνυμα: - comprar (να αγοράζεις) - retener (να κρατάς)



23-07-2024