Επίθετο
/veneˈɾaβle/
Η λέξη "venerable" αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που έχει κερδίσει τον σεβασμό λόγω της ηλικίας, της σοφίας ή των επιτυχιών του. Συχνά χρησιμοποιείται σε πιο επίσημα ή θρησκευτικά συμφραζόμενα, όπως για κληρικούς ή ιστορικά πρόσωπα. Αυτή η λέξη έχει πιο συχνή χρήση στο γραπτό λόγο απ' ότι στον προφορικό λόγο, συναντώντας την κυρίως σε επίσημα κείμενα, λογοτεχνία ή θρησκευτικές αναφορές.
El monje era venerable por su larga vida de servicio.
Ο μοναχός ήταν σεβαστός λόγω της μακράς ζωής υπηρεσίας του.
La venerable abuela siempre compartía su sabiduría con todos.
Η σεβαστή γιαγιά πάντα μοιραζόταν τη σοφία της με όλους.
Η λέξη "venerable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποια συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
Tratar a alguien como un venerable.
Να σέβεσαι κάποιον ως σεβαστό.
La tradición venerable ha sido respetada a lo largo de los siglos.
Η σεβαστή παράδοση έχει σεβαστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Es un venerable consejo que nunca debemos olvidar.
Είναι μια σεβαστή συμβουλή που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε.
Προέρχεται από το λατινικό "venerabilis," το οποίο σημαίνει "εκτιμητέος," "αξιοσέβαστος." Η ρίζα "vener-", που σχετίζεται με το σεβασμό ή την ευλάβεια, συνδέεται με το ρήμα "venerari" που σημαίνει "λαμβάνω σεβασμό."
Συνώνυμα: - Respetable - Honorable - Estimado
Αντώνυμα: - Despreciable - Irrespetuoso - Inaceptable