Το "venerar" είναι ρήμα.
/veneˈɾaɾ/
Η λέξη "venerar" σημαίνει να έχει κανείς βαθιά εκτίμηση, σεβασμό ή αγάπη προς κάποιον ή κάτι, συνήθως σε θρησκευτικό ή πνευματικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την πράξη του να τιμάς ή να προσκυνάς θεότητες, άγιους ή άλλα ιερά πρόσωπα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετή, και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και ίσως είναι πιο συχνή σε γραπτά με θρησκευτικό ή φιλοσοφικό περιεχόμενο.
Los fieles veneran a los santos en la iglesia.
Οι πιστοί τιμούν τους αγίους στην εκκλησία.
Es importante venerar nuestras tradiciones culturales.
Είναι σημαντικό να σεβόμαστε τις πολιτιστικές μας παραδόσεις.
Veneramos a nuestros ancestros en la ceremonia.
Τιμούμε τους προγόνους μας στην τελετή.
Το "venerar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συνδέεται με θρησκευτικές και πολιτιστικές αναφορές:
Venerar el pasado.
Να τιμούμε το παρελθόν.
Venerar a la naturaleza.
Να λατρεύουμε τη φύση.
Venerar los recuerdos.
Να τιμούμε τις αναμνήσεις.
Venerar la vida.
Να σεβόμαστε τη ζωή.
Venerar a los héroes nacionales.
Να τιμούμε τους εθνικούς ήρωες.
Ella venera las enseñanzas de su maestro.
Αυτή τιμά τις διδασκαλίες του δασκάλου της.
En algunas culturas, se venera a los ancestros.
Σε κάποιες κουλτούρες, τιμώνται οι πρόγονοι.
Es fundamental venerar la diversidad cultural.
Είναι θεμελιώδες να σεβόμαστε την πολιτιστική ποικιλομορφία.
Η λέξη "venerar" προέρχεται από το λατινικό "venerari", το οποίο σημαίνει "να τιμάς" ή "να προσκυνάς". Η ρίζα της σχετίζεται με την έννοια της σεβαστής αγάπης ή του θαυμασμού.