Η λέξη "vengarse" σημαίνει να εκδικηθεί κανείς ή να πάρει εκδίκηση για κάτι που θεωρεί ότι του έχει συμβεί άδικο. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο, λόγω της σοβαρότητας που συνοδεύει τις καταστάσεις που οδηγούν σε εκδίκηση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, καθώς και σε νομικά κείμενα.
Él decidió vengarse de su enemigo.
(Αποφάσισε να εκδικηθεί τον εχθρό του.)
No es bueno vengarse, es mejor perdonar.
(Δεν είναι καλό να εκδικείσαι, είναι καλύτερο να συγχωρείς.)
Ella planeaba vengarse después de lo que le hizo.
(Έκανε σχέδια να εκδικηθεί μετά από αυτό που της έκανε.)
Η λέξη "vengarse" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Vengarse a lo grande.
(Να εκδικηθείς με μεγάλη απήχηση.)
Μετάφραση: Να εκδικήσει κανείς με ανατροπή που εντυπωσιάζει.
Vengarse en el mismo juego.
(Να εκδικηθείς με τον ίδιο τρόπο.)
Μετάφραση: Να επιστρέψεις την αδικία με τον ίδιο τρόπο που έγινε.
El que se venga, nunca pierde.
(Όποιος εκδικείται, ποτέ δεν χάνει.)
Μετάφραση: Υποδηλώνει ότι ο εκδικητής πιστεύει ότι η εκδίκηση είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της ισορροπίας.
No me vengaré, pero tampoco olvidaré.
(Δεν θα εκδικηθώ, αλλά δεν θα ξεχάσω και ποτέ.)
Μετάφραση: Υποδηλώνει ότι αν και δεν υπάρχουν πλάνα εκδίκησης, η μνήμη για την αδικία παραμένει.
Η λέξη "vengarse" προέρχεται από το λατινικό "vindicare," που σημαίνει "να διεκδικήσεις" ή "να εκδικηθείς."
"retaliar" (να ανταποδώσεις)
Αντώνυμα: