vengativo (επίθετο)
/venɡaˈtiβo/
Η λέξη vengativo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει τη διάθεση ή την τάση να εκδικηθεί. Μπορεί να αναφέρεται σε άτομα που τρέφουν μνησικακία ή επιθυμούν να ανταποδώσουν κάποιο κακό που τους έχει γίνει. Στη γλώσσα ισπανικά, έχει συνήθως αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις.
Αυτός είναι πολύ εκδικητικός και πάντα ψάχνει να εκδικηθεί τους εχθρούς του.
La venganza es un acto vengativo que nunca trae paz.
Το vengativo μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Δεν πρέπει να είσαι εκδικητικός; μερικές φορές είναι καλύτερα να συγχωρείς.
La mente vengativa solo trae más sufrimiento.
Ο εκδικητικός νους φέρνει μόνο περισσότερη ταλαιπωρία.
Actuar de manera vengativa no resolverá los problemas.
Η εκδικητική συμπεριφορά δεν θα λύσει τα προβλήματα.
El ciclo vengativo puede destruir relaciones.
Ο εκδικητικός κύκλος μπορεί να καταστρέψει τις σχέσεις.
Un corazón vengativo nunca encontrará la felicidad.
Η λέξη vengativo προέρχεται από το ρήμα vengar, το οποίο σημαίνει "να εκδικηθεί". Η ρίζα του ρήματος σχετίζεται με την έννοια της αποκατάστασης ή της αποβολής της αδικίας, η οποία συχνά συνδέεται με την επιθυμία για εκδίκηση.
Συνώνυμα: - rencoroso (μνησίκακος) - vindicativo (εκδικητικός)
Αντώνυμα: - perdonador (συγχωρητικός) - comprensivo (κατανοητικός)