Η λέξη "venirse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [βενˈiɾ.se]
Η λέξη "venirse" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να έρχεται κανείς, συχνά με μια έννοια επιστροφής ή κίνησης προς ένα συγκεκριμένο σημείο. Είναι μια αντωνυμική μορφή του ρήματος "venir". Είναι συχνά πιο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο απ' ό,τι στο γραπτό πλαίσιο, καθώς οι άνθρωποι το χρησιμοποιούν για να εκφράσουν βιασύνη ή αναγκαιότητα να επιστρέψουν κάπου.
Voy a venirme a casa.
(Θα έρθω σπίτι.)
Si no llegas pronto, me voy a venirme.
(Αν δεν φτάσεις γρήγορα, θα έρθω.)
Ella decidió venirse con nosotros al viaje.
(Αυτή αποφάσισε να έρθει μαζί μας στο ταξίδι.)
Η λέξη "venirse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Venirse abajo
(Να καταρρεύσει ή να αποτύχει)
El proyecto se vino abajo por falta de fondos.
(Το έργο κατέρρευσε λόγω έλλειψης χρημάτων.)
Venirse a la cabeza
(Να έρθει κάτι στο μυαλό)
Me vino a la cabeza una idea brillante.
(Μου ήρθε στο μυαλό μια λαμπρή ιδέα.)
Venirse con la suya
(Να επιμένει στην άποψή του)
Siempre se viene con la suya en las discusiones.
(Πάντα επιμένει στη δική του άποψη στις συζητήσεις.)
Η λέξη "venirse" προέρχεται από το ρήμα "venir", που σημαίνει "έρχομαι", συνδυασμένο με την αντωνυμία "-se", που προσδιορίζει μια εκλεκτική κατεύθυνση.
Αυτές είναι οι βασικές πληροφορίες σχετικά με την λέξη "venirse".