Venta είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbenta/
Η λέξη venta σημαίνει "πώληση" σε Ισπανικά. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία ένα αγαθό ή μία υπηρεσία μεταβιβάζεται από έναν πωλητή σε έναν αγοραστή. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του εμπορίου και της οικονομίας. Έχει σχετικά υψηλή συχνότητα χρήσης, κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Η πώληση των εισιτηρίων για τη συναυλία αρχίζει αύριο.
La tienda realizó una venta especial por el aniversario.
Το κατάστημα πραγματοποίησε μια ειδική πώληση για την επέτειό του.
La venta de productos electrónicos ha aumentado este año.
Η λέξη venta μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
El vendedor estaba emocionado porque logró cerrarse una venta importante.
Venta directa.
La venta directa es una buena opción para los emprendedores.
Venta al por mayor.
Η λέξη venta προέρχεται από το ρήμα vender, που σημαίνει "να πουλήσει". Η ρίζα του vender προέρχεται από τη Λατινική λέξη vendere.
Συνώνυμα: - comercialización - transacción - venta al público
Αντώνυμα: - compra (αγορά) - retención (κατακράτηση)
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "venta" και της χρήσης της στη γλώσσα Ισπανικά.