Ventajoso είναι επίθετο.
/ben.ta.xo.so/
Η λέξη ventajoso χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προσφέρει πλεονέκτημα ή είναι ευεργετικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και νομικά συμφραζόμενα, αλλά και στον καθημερινό λόγο. Σημαίνει ότι κάτι είναι συμφέρον ή έχει θετικά αποτελέσματα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, με έναν πιο συνηθισμένο χαρακτήρα στην γραπτή μορφή των κειμένων.
Αυτή η σύμβαση είναι ευνοϊκή για και τις δύο πλευρές.
Los precios ventajosos en esta tienda atraen a muchos clientes.
Οι πλεονεκτικές τιμές σε αυτό το κατάστημα προσελκύουν πολλούς πελάτες.
Invirtiendo en acciones ventajosas se puede aumentar el capital.
Αν και η λέξη "ventajoso" δεν είναι χαραχτηριστική σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες κοινές φράσεις και συμφράσεις.
Έχω μια ευνοϊκή κατάσταση.
Un acuerdo ventajoso para todos.
Ένα συμφωνημένο όφελος για όλους.
Buscar oportunidades ventajosas.
Να αναζητώ ευνοϊκές ευκαιρίες.
Es ventajoso invertir en educación.
Είναι πλεονεκτικό να επενδύεις στην εκπαίδευση.
Propuestas ventajosas para los socios.
Η λέξη ventajoso προέρχεται από το ουσιαστικό "ventaja," που σημαίνει "πλεονέκτημα" ή "ευνοϊκή κατάσταση," και το επίθημα "-oso," που υποδηλώνει πλούτο ή αφθονία.
Συνώνυμα: - Beneficioso (ωφέλιμος) - Favorable (ευνοϊκός) - Útil (χρήσιμος)
Αντώνυμα: - Desventajoso (μη ευνοϊκός) - Perjudicial (ζημιογόνος) - Desfavorable (μη ευνοϊκός)